|
|
ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ
|
Βρέθηκα να περιμένω χωρίς ίχνος ελπίδας
αδειανές ψυχές, σκιές που περνούν
και φεύγουν βιαστικά,
μου φαίνονται γνώριμες, σαν από
παρελθοντική μυστηριακή ιεροτελεστία. Καινότυπες εκφράσεις και
απερίγραπτες φαντασιώσεις
του εφηβικού μου αυθορμητισμού.
Μα τη πίστη μου,
βαρέθηκα να περιμένω.
|
|
|
|
|
|
|
ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ
|
Βροχή στάλαζε στα θολά τζάμια
του λεωφορείου
με τα παλιά λάστιχα που
τρίβονταν στους δρόμους
της Θεσσαλονίκης.
Τούτη η βροχή δεν
έφτασε να ξεπλύνει
τις λέξεις μου
που τριγυρνούν μονάχες
στα κάστρα θωρώντας
το ανείπωτο.
|
|
|
|
|
|
|
ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ
|
Και τόσο πολύ κούρνιασε στην σκιά του,
σαν κρύωνε
που το πρωί σηκώνοντας να φύγει
για την αιωνιότητα
δεν έσερνε τίποτα
ξωπίσω του.
|
|
|
|
|
|
|
ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΦΥΛΑΓΜΕΝΟ
|
Αχνάρια σμιλεύουν τα όνειρα μας
πρωινές έγνοιες μας ταλανίζουν
τα βράδια σαν γείρουμε ακάλεστοι
στην πικρία της νύχτας.
Με γλυκό του κουταλιού βιώσαμε
την ευτυχία κόντρα στο απόλυτο σκοτάδι
που αναδύουν κάτι παλιά σκονισμένα
στις σελίδες τους βιβλία.
Παραμάσχαλα θα σε πάρω κόσμε
να σου μάθω να χαμογελάς
στα πιο δύσκολα.
Ελπίζω μοναχά
να φτάσει το γλυκό του κουταλιού
π’ από καιρό σου ‘χω φυλάξει.
|
|
|
|
|
|
|
ΔΙΑΦΑΝΟΣ ΟΡΕΣΤΗΣ
|
Διάφανη απόψι η πόλη
λες και υπάρχει μόνο στο μυαλό μας,
μας τραβάει σ’ ερέβη και
λήθαργους οιστρικούς, θυμίζουν
κάτι ξεχασμένους μύθους που γίναν
τραγωδίες. Και η Κλυταιμνήστρα επιμένει
ακόμη να φοβάται τον Ορέστη
που διάφανος τριγυρνάει
με πρώιμες ενοχές στην άδεια
από αγάπη πόλη.
|
|
|
|
|
|
|
ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ
|
Μέσα από σένα
ξεκίνησαν όλα και σε
σένα μέσα κουρνιάζονται
γνωρίζοντας το ριζικό τους.
Διανύοντας την διαδρομή τους
απομυζούν κι αποψιλώνουν
δίνονται ακόρεστα
και αποχυμώνονται νωχελικά
γιατί τα νιώθουν πιεστικά
τα καλέσματα της ανυπαρξίας
καθώς στρέφεις αλλού
το πρόσωπό Σου.
|
|
|
|
|
|
|
ΕΛΑ!
|
Στο δικό μου σκοτάδι
Έλα!
Μην και αλλάξει χρώμα και γίνει
γαλάζο,
γίνει πιο ελαφρύ σαν τα βλέφαρα
των ματιών σου...
|
|
|
|
|
|
|
ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ
|
Στην δικιά σου καληνύχτα
ήρθα,
έτσι απλά,
να σε χαϊδέψω με τους
ήχους της έγνοιας μου,
με μια αγανή ανάσα
τρυφερότητας
που απ’ τον Θεό την ζήτησα
δωρίζοντάς του την ζωή μου.
|
|
|
|
|
|
|
ΕΥΧΗ
|
Και εκεί στην αιωνιότητα
που θα πορεύεσαι
φύλαξέ μου λίγα χαλίκια.
Μην μπερδευτώ και πάψω
να υπάρχω.
|
|
|
|
|
|
|
Η αδυναμία των λέξεων
|
Καταραμένες λέξεις
που δεν αντέχετε
το βάρος των συναισθημάτων.
Όλα λάθος λεχθήκαν…
λίγο μου μοιάζει
το “σ’ αγαπώ” για σένα.
|
|
|
|
|
|
|
ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ
|
Δεν μπορεί!
Τούτα τ’ αστέρια
θα γίνανε
για να κοιμούνται ήσυχα,
μετρώντας τα
κάτι παιδιά ξεσκέπαστα
από στοργή.
Τελικά, Εσύ να ‘χεις
προαιώνιους δεσμούς με τη σιωπή
κι εγώ να συμφύρομαι
σε λέξεις.
|
|
|
|
|
|
|
ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
|
Τι να σου γνέψω τώρα
πια αγαπημένε,
που με τα λιγοστά χρήματα
ξεγέλασα τον διάβολο
και ταχυδρόμησα σε παιδιά
που δεν γεννήθηκαν κάτι
από την θλίψη του
σήμερα…
του πάντα,
κάτι από την απουσία
των ουρανών.
|
|
|
|
|
|
|
ΚΙ ΑΝ ΞΕΧΑΣΤΗΚΑ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΓΕΙΟΥ
|
Κι αν ξεχάστηκα
σ’ ευέλικτες θέσεις
του λεωφορείου
θα ‘ναι από την
απληστία μου να δώσω
όνομα στην ανωνυμία
της πόλης.
Κι αν ξεχάστηκα σε τούτες
τις θέσεις, μη με σηκώσεις!
να σε χαρώ ματάκια μου.
|
|
|
|
|
|
|
ΛΟΝΔΙΝΟ
|
Στις απρόσιτες παρυφές
των κεραμιδιών της καφέ
πόλης κρέμασα κόκκινα
χαμόγελα, μπας και γίνει
γιορτινή,
πάψει να κλαίει μέσα
στον ύπνο μου
και με στεναχωρεί.
|
|
|
|
|
|
|
ΜΑΝΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ
|
Βάλε κάτι από δάκρυα σ’ όλα
όσα μου είπες
κι εγώ θα σε πιστέψω,
γιατί τα ωραιότερα με πόνο
μοναχά τα λέμε.
Μάνα, αγαπημένη μου
τώρα ξεπλένω τα λόγια σου
από τα δάκρυα
και παύω να γερνάω
παρά ζω μέσα σ’ αυτά
που άλλος δεν θα τα τολμήσει.
|
|
|
|
|
|
|
ΜΑΤΑΙΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ
|
Κουβαλώντας πάντα το σώμα μου
σ’ ανούσιες συναντήσεις
λησμόνησα την ψυχή μου
σ’ εύφλεκτες σιωπές
που τελειωμό δεν φτάνουν,
μονάχα απομυζούν,
αδιαφορώντας για την σάρκα
που επιμένει να προσκολλάται
στα μάταια.
|
|
|
|
|
|
|
ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ ΕΠΑΝΩ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΙ
|
Ψίθυροι αλλοφερμένοι
μ’ εξάψεις νοσταλγίας
σαν από τυραννική φωνή.
Απόηχοι αλλοτινοί
της γης μου λησμονιάς
που μέσα μου σας φέρω.
Έγειρε απόψι το κερί,
εδώ πάνω στο τραπέζι,
και φωτίζει περίεργα
σαν σκοτάδι που λήθη αναδύει.
Κι όμως, η σιωπή σου έσερνε
πάντα στη νυχτιά τη γνώριμη
μυρουδιά σου.
|
|
|
|
|
|
|
Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
|
Της σιωπής πληθυντικός
δεν της ταιριάζει.
Στερείται πολλαπλότητας
χωρίς να αναιρείται.
Μοιάζει η σιωπή ανάσα θεϊκή
που λόγος δεν της πρέπει
μοιάζει η σιωπή με βλέμμα
που κάνει διάφανη την ψυχή
και όλο τον κόσμο λιγοστό
στ’ άπειρο τ’ ουρανού
π’ ανάσα αναδύει.
Ίσως γι’ αυτό να τρεμοπαίζουν που
και που κάτι θαμπά αστεράκια.
Ανάσα κάποιου θα ‘ναι που
τ’ αχνοσβήνει αιώνια.
|
|
|
|
|
|
|
ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ
|
Πάντα με κοίταζαν περίεργα
και με κορόιδευαν
πως φαίνομαι γυμνή
στους καθρέπτες,
κι εγώ έκλαιγα…
που ξέχασα
από καιρό την παιδική
μου αθωότητα να φορέσω.
Γι’ αυτό σου λέγω
δε θέλω άλλο να μιλήσω,
λαχταρώ να σφαλίσω τα βλέφαρα
και να χαμογελάσω
έτσι… σαν για να ξεγελάσω
την ψυχή μου καθώς
θ’ ανακουφίζεται ανύποπτη.
|
|
|
|
|
|
|
ΣΑΝ ΚΑΒΑΦΗΣ
|
Έζησε έλεγε, σ’ εκκωφαντικές συναντήσεις
έπαιζε έλεγε, αμαρτωλά παιχνίδια μ’ αγγέλους
και δαίμονες, τσαλαβουτούσε σ’ ευάρεστες
αγκαλιές.
Αχ! μάτια εσείς, που τόσο
αγαπηθήκατε και τώρα σας ταιριάζει
μοναχά να κλαίτε.
Από κείνα τα λάθη τράβηξε έλεγε
λαχνό, κι η αϋπνία της ζωής
ποτέ δεν του τα συγχώρησε.
|
|
|
|
|
|
|
ΣΑΝ ΠΛΑΓΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
|
Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους.
Και σαν πλαγιάζουμε έχουμε πάντοτε
το χέρι μας ξεσκέπαστο
γιατί…
για φαντάσου να έρθουνε όλοι οι λυπημένοι
τη νύχτα και να μην βρουν
ούτε ένα χέρι για να κρατηθούν!
|
|
|
|
|
|
|
ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
|
Μη με κοιτάς!
τα παράθυρα με ζάλισαν
κι αιωνιότητα κόλλησε στα μαλλιά μου.
Και κάθε που κοιμάμαι
|
|
|
|
|
|
|
ΣΚΟΝΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΦΕΡΜΕΝΕΣ
|
Είναι και κάτι σκόνες
παράξενα φερμένες,
στριμωγμένες
στις πιο σκοτεινές ρωγμές
του εαυτού μας
- αυτού του άλλου -
που μόνο σαν σιωπούμε
τον αφήνουμε να γίνει
διάφανος.
|
|
|
|
|
|
|
ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ
|
Κι αν από ανήμερα σου γνέψω
να μ’ ακούσεις, μη ξεμακραίνεις.
Πίστεψέ με, τόσος δρόμος
με φοβίζει.
Έτσι κι έγνοια μου θα γείρει
στο προσκέφαλο
του μοναχικού βοσκού που σμιλεύει
σε σπόρο στάρι
ένα μελλοντικό φιλί.
|
|
|
|
|
|
|
ΤΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΜΟΥ ΤΕΛΕΨΕ
|
Τώρα πια το νιώθω,
το σεργιάνι μου τέλεψε,
ξεψύχησε νωχελικά σε μια
αράδα λέξεων.
Κι αν είναι που ανεβαίνω
τούτη τη σκάλα
θα ‘ναι από ανάγκη
να χαθώ κάπου.
|
|
|
|
|
|
|
ΤΡΥΦΕΡΑ ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ ΧΕΡΙΩΝ
|
Κι αν απ’ όλα περισσότερο νοστάλγησα
τα χέρια σου
είναι που δεν τα θυμάμαι
τώρα πια…
ακόμα και τις κινήσεις τους
χάνω στους θολούς
νυσταγμούς
του παρελθόντος,
μόνο νιώθω
την τρυφερότητα
που άγγιζαν σε κάθε
κάλεσμά τους.
|
|
|
|
|
|
|
ΦΙΛΙΑ
|
Τα μεγαλύτερα λάθη δώσε τα
σε μένα
να τ’ αντέξω
από παιδί το μπορούσα
και τους πόνους σου, όλους
χάρισέ τους μου
να ‘χω να σε θυμάμαι
μόνο να χαμογελάς
μ’ ολόκληρο το πρόσωπο.
|
|
|
|
|
|